νήατος

νήατος
νήατος, -η, -ον (Α)
(αρκαδ. τ.) βλ. νέατος (Ι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νέατος — (I) νέατος, άτη, ον και νειάτιος, ίη, ον, επικ. και ιων. τ. νείατος, αρκαδ. τ. νήατος, άτη, ον και συνηρ. νῆτος, η, ον (Α) 1. έσχατος, τελευταίος («τὰς νεάτας πλευράς», Ιπποκρ.) 2. κατώτατος, χαμηλότατος («οἱ δὲ Ζέλειαν ἔναιον ὑπαὶ πόδα νείατον… …   Dictionary of Greek

  • νήιστος — νήϊστος και νήϊτ(τ)ος, η, ον (Α) έσχατος, ακραίος, κατώτατος («πύλαισι Νηΐσταισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νήϊστος, που εμφανίζεται στον τ. τού θηλ. Νήϊσται «ονομασία μιας από τις πύλες τής Θήβας», σχηματίστηκε πιθ. από τον τ. νήατος (*νήαται),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”